- καγχασμός
- ο1) хохот; 2) саркастический смех
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καγχασμός — loud laughter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχασμός — ο (Α καγχασμός) [καγχάζω] 1. θορυβώδες ηχηρό γέλιο, χάχανο 2. σαρκαστικό γέλιο … Dictionary of Greek
καγχασμοῖς — καγχασμός loud laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχασμοί — καγχασμός loud laughter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχασμοῦ — καγχασμός loud laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχασμῷ — καγχασμός loud laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχασμόν — καγχασμός loud laughter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάγχασις — κάγχασις, ἡ (Μ) [καγχάζω] καγχασμός* … Dictionary of Greek
καχασμός — καχασμός, ὁ (Α) [καχάζω] ο καγχασμός, το ηχηρό γέλιο … Dictionary of Greek
κιχλισμός — κιχλισμός, ὁ (Α) [κιχλίζω] ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
χάχανο — και χάχλανο, το, Ν συν. στον πληθ. τα χάχανα (με περιλπτ. σημ.) α) παρατεταμένο και ηχηρό γέλιο β) καγχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού γέλιου χα χα. Ο τ. χάχλανο με ανάπτυξη λ ] … Dictionary of Greek